Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2010

Κατερίνα Γώγου



Ένα πρωί θ' ανοίξω την πόρτα και θα χαθώ...

Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, το 1993, που η Κατερίνα Γώγου έφυγε, μα δεν ξεχάστηκε. Για τους πολλούς περνά και θα εξακολουθήσει να περνά από τις οθόνες τους σαν η αιώνια υπηρετριούλα και το έξαλλο πλουσιοκόριτσο στις μαυρόασπρες ταινίες της Finos films. Για κάποιους άλλους είναι οι στίχοι της που σηματοδοτούν μια ολόκληρη εποχή άρνησης κι ακόμα μας μιλούν πότε με ψιθύρους και πότε ουρλιάζοντας. Κάποιοι ρομαντικοί κι αλαφροΐσκιωτοι φίλοι της ίσως να την νιώθουν καμιά φορά να περνοδιαβαίνει σα σκιά στην πλατεία Εξαρχείων και στη Ναυαρίνου στη Θεσσαλονίκη.

Κανείς απ΄ όσο γνωρίζω δεν έγραψε μια βιογραφία της και δεν σκοπεύω βέβαια να το κάνω εγώ εδώ, ένα μικρό αφιέρωμα μόνο στη μνήμη της. Αν είναι να μιλήσει κανείς για την Κατερίνα ας το κάνει καλύτερα κάποιος που τη γνώρισε καλά και βαθιά και ας βιαστεί, γιατί κι οι φίλοι της, "τα μαύρα πουλιά", είναι βιαστικοί σαν εκείνη, όπως ο Γιάννης Σκανδάλης που έφυγε ένα χρόνο μετά από εκείνη...

Ίσως όμως και να μην έχει σημασία, όπως έλεγε η Κατερίνα οι ρίζες δεν είναι για να επιστρέφουμε σ αυτές, αλλά για να βγάζουν κλαδιά...

Εγώ πάντως θα θυμάμαι πάντα με στενοχώρια μια στιγμή, χαμένη τώρα στο χρόνο. Ήρθε στην κατάληψη ΛΚ37 κι ήθελε να μείνει μαζί μας, αλλά οι συνθήκες δεν το επέτρεψαν και πικράθηκε... Πέρασε καιρός. Τα νέα της δεν ήταν καλά. Μια δίψα, μια απέραντη λαχτάρα για τη ζωή, βυθισμένη στην παραζάλη και την καταστροφή...

Κάποτε, δεν θυμόμουν ακριβώς κι έψαξα να το βρω, ήταν 6 Οκτώβρη του ,,93, έφθασε ξαφνικά η είδηση του θανάτου της. Σαν αέρας πέρασε και έφυγε, βάζοντας μόνη τέλος στη ζωή της.

Στην κηδεία της οι πιο αταίριαστοι άνθρωποι. Κομμάτια μιας ζωής στο θέατρο και το σινεμά, την ποίηση και τους δρόμους...

Η Κατερίνα γεννήθηκε στην Αθήνα το 1940. Από πέντε χρονών εμφανιζόταν σε παιδικούς θιάσους. Σπούδασε θέατρο στις σχολές του Κ. Κουν και του Τ. Μουζενίδη καθώς και χορό. Έπαιξε πρώτους και δεύτερους ρόλους σε δεκάδες μαυρόασπρες ταινίες κυρίως της Finos films. Στο θέατρο έπαιξε με πολλούς θιάσους, τελευταία φορά το 1979 με την Έ. Λαμπέτη στη "Φιλουμένα Μαρτουράνο".

Αποτραβήχτηκε κι έζησε με την κόρη της -κι αργότερα μόνη- σε διάφορες γειτονιές της Αθήνας, στο Γκάζι, στην Κυψέλη αλλά και στη Θεσσαλονίκη. Εξέδωσε τα βιβλία "Τρία κλικ αριστερά" (1978), "Ιδιώνυμο" (1980), "Το ξύλινο παλτό" (1982), "Απόντες" (1986), "Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών" (1988), "Νόστος" (1990), και πρωταγωνίστησε στις ταινίες του Π. Τάσιου "Βαρύ Πεπόνι" (1977) και "Παραγγελιά" (1980) -όπου ακούγεται συγκλονιστική η φωνή της να απαγγέλλει- και "Όστρια" (1984) του Α. Θωμόπουλου στην οποία συνέγραψε το σενάριο.

Όπως αναφέρει ο Λεωνίδας Χρηστάκης, "Η Κατερίνα Γώγου έκανε ποίηση σε μια εποχή που οι άλλοι "ποιητές" έκαναν δημόσιες σχέσεις. Πάνω απ' όλα ήταν η ίδια ποίηση. Ανάμεσα σε χάπια, ποτά, σβησμένα τσιγάρα, φτωχογειτονιές, προδοσίες...". Κι όπως προσθέτει ο ίδιος, η Κατερίνα ήταν έξω από κάθε λογής εκδοτικά και καλλιτεχνικά κυκλώματα και γι' αυτό σπάνια γίνονταν γι' αυτήν αναφορές στα ΜΜΕ. Ο Τ. Χυτήρης, ποιητής και πρώην υπουργός είχε χαρακτηρίσει την Κατερίνα σαν την "Μαγιακόφσκι της Πλατείας Εξαρχείων".
Σταχυολογώντας από τη νεκρολογία της στον τύπο της εποχής διαβάζουμε αποσπάσματα συνεντεύξεων της. Το 1986, έλεγε : "Δεν θέλω να γίνω μελό, δεν πουλάω τα παιδικά μου χρόνια, ούτε τα πρόσφατα ... Ελπίζω. Αν δεν ελπίζω εγώ, ποια θα ελπίζει; Είμαι μάχιμη. Ουαί και αλίμονο αν αυτό δεν είναι ναί στη ζωή ... Έγραφα γιατί ήταν μια αναγκαιότητα για μένα. Μια κίνηση για να μην αυτοκτονήσω ... Τώρα μου έχει περάσει. Δεν θέλω να αυτοκτονήσω, έχω φύγει από αυτό ... Αισθάνομαι ανασφαλής γιατί βγαίνω και μιλάω χωρίς να έχω τίποτα, χωρίς να ανήκω πουθενά ..."

Εκείνη την εποχή η ασυμβίβαστη Κατερίνα είχε μηνύσει τον Αρκουδέα για άγριο ξυλοδαρμό στο θέατρο Λυκαβηττού από την αστυνομία.

Και το 1991 έλεγε: " Έχω ένα παράπονο... Άκου το. Ελεύθερος σκοπευτής ήταν ο Νικόλας Άσιμος. Τον δολοφόνησαν. Τον Παύλο Σιδηρόπουλο, το ίδιο. Η μόνη επιζώσα είμαι εγώ...".

Μα πιο πολύ μιλούν γι' αυτήν τα ποιήματά της γεμάτα από πόνο, οργή, πάθος και απέραντη ευαισθησία... Γιατί πάνω από όλα, η Κατερίνα Γώγου είναι ποιήτρια, μια ξεχωριστή φωνή μέσα στην ποίηση, η "αιώνια έφηβος, η οργισμένη, η πιο σπαρακτικά ραγισμένη φωνή της γενιάς της". Μια φωνή που αγαπήθηκε και διαβάστηκε πολύ από τους ανυπότακτους νέους κάθε εποχής.
Και δεν ξεχάστηκε ποτέ...

Οra Νihil

(Δημοσιεύτηκε στο Αναρχικό Δελτίο, νο 37, Δεκέμβρης 2005)
________________________
Πάει. Αυτό ήταν.
Χάθηκε η ζωή μου φίλε
μέσα σε κίτρινους ανθρώπους
βρώμικα τζάμια
κι ανιστόρητους συμβιβασμούς.
Άρχισα να γέρνω
σαν εκείνη την ιτιούλα
που σούχα δείξει στη στροφή του δρόμου.
Και δεν είναι που δεν θέλω να ζήσω.
Είναι το γαμώτο που δεν έζησα.
κι ούτε που θα σε ξαναδώ.
...............................................................
Η μοναξιά...
δεν έχει το θλιμμένο χρώμα στα μάτια
της συννεφένιας γκόμενας.
Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα
κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών
και στα παγωμένα μουσεία.
Δεν είναι κίτρινα κάδρα παλαιών "καλών" καιρών
και ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάς
μενεξελιές κορδέλες και ψάθινα πλατύγυρα.
Δεν ανοίγει τα πόδια της με πνιχτά γελάκια
βοϊδίσιο βλέμμα κοφτούς αναστεναγμούς
κι ασορτί εσώρουχα.
Η μοναξιά.
Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά
και μετριέται πιάτο-πιάτο
μαζί με τα κομμάτια τους
στον πάτο του φωταγωγού.
Στέκεται υπομονετικά όρθια στην ουρά
Μπουρνάζι - Αγ. Βαρβάρα - Κοκκινιά
Τούμπα - Σταυρούπολη - Καλαμαριά
Κάτω από όλους τους καιρούς
με ιδρωμένο κεφάλι.
Εκσπερματώνει ουρλιάζοντας κατεβάζει
μ' αλυσίδες τα τζάμια
κάνει κατάληψη στα μέσα παραγωγής
βάζει μπουρλότο στην ιδιοχτησία
είναι επισκεπτήριο τις Κυριακές στις φυλακές
ίδιο βήμα στο προαύλιο ποινικοί κι επαναστάτες
πουλιέται κι αγοράζεται λεφτό λεφτό ανάσα ανάσα
στα σκλαβοπάζαρα της γης - εδώ κοντά
είναι η Κοτζιά-
ξυπνήστε πρωί.
Ξυπνήστε να τη δείτε.
Είναι πουτάνα στα παλιόσπιτα
το γερμανικό νούμερο στους φαντάρους
και τα τελευταία
ατελείωτα χιλιόμετρα ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ-
ΚΕΝΤΡΟΝ
στα γαντζωμένα κρέατα από τη Βουλγαρία.
Κι όταν σφίγγει το αίμα της και δεν κρατάει άλλο
που ξεπουλάν τη φάρα της
χορεύει στα τραπέζια ξυπόλυτη ζεμπέκικο
κρατώντας στα μπλαβιασμένα χέρια της
ένα καλά ακονισμένο τσεκούρι.
Η μοναξιά
η μοναξιά μας λέω. Για τη δική μας λέω
είναι τσεκούρι στα χέρια μας
που πάνω από τα κεφάλια σας γυρίζει
γυρίζει γυρίζει γυρίζει
...............................................................
Άσπρη είναι η αρία φύλη
η σιωπή
τα λευκά κελιά
το ψύχος
το χιόνι
οι άσπρες μπλούζες των γιατρών
τα νεκροσέντονα
η ηρωίνη.
Αυτά λίγο πρόχειρα
για την αποκατάσταση του μαύρου.
...............................................................
Σ' όσους σπάσανε και σ΄όσους κρατάνε
Κουρελιασμένοι απ' τ' αγριεμένα κύματα
πεταμένα υπολείμματα για πάντα από δω
και μπρός
στο σκοτεινό θάλαμο της γης
με ισκιωμένο το μυαλό
απ' το ξέφρενο κυνηγητό
της ασάλευτης πορείας των άστρων
οι τελευταίοι
απόθεσαν το κουρασμένο κεφάλι τους
θυσία στην τελετουργία των
ανεμοστρόβιλων καιρών.
Κι άνθρωποι δεν υπήρχανε.
Κι ένα άσπρο χιόνι σιωπής σκέπασε
οριστικά τις βυθισμένες πόλεις.
...............................................................
Ναι. Έτσι είναι όπως τα λες.
Άμα ψάξεις βαθιά
βρίσκεις σπίτια δίπατα
πούχουν στο κατώι πύλινα δοχεία
λίγη ώρα μακρυά απ,, τη θάλασσα
και κοψοχρονιάς.
Και στο βουνό είν,, όμορφα
με δέντρα και ποτάμια
με γυναίκα και μια γίδα είσαι εντάξει.
Μόνο που εμείς είχαμε αποφασίσει
ν' αλλάξουμε τον κόσμο
κι αυτό δεν γίνεται με εξοχή.
Τόχαμε πει αυτό.
Ψάχναμε να βρούμε όπλα
ξέραμε
πως όλοι πεθαίνουνε
αλλά υπάρχουνε θάνατοι που βαραίνουνε
γιατί διαλέγουμε οι ίδιοι τον τρόπο.
Και μείς αποφασίσαμε
το θάνατο στο θάνατο
γιατί αγαπάγαμε πολύ τη ζωή.
Ξέρω πως υπάρχουνε ατέλειωτες ακρογιαλιές
και δέντρα μες στη θάλασσα
κι ο έρωτας είναι σπουδαίο πράγμα.
Άλλα έπρεπε πρώτα να τελειώνουμε με τα
γουρούνια.
Ήρθες εδώ και κάπνιζες
κοιτώντας τα σανίδια.
Ήσουν αόριστος και μακρινός
κοκκίνιζες σαν τα κορίτσια
ούτε κουβέντα για όλα αυτά
ούτε και γω σου μίλησα
σούπα μονάχα "μη χάνεσαι"
και συ μου είπες "ναι μωρέ"
κι έφυγες ξεχνώντας τα τσιγάρα σου.
Έδωσα μια και γω
έτσι όπως έχω δει να κάνετε οι άντρες
και τρύπησα με το δάχτυλο
πέρα για πέρα το πακέτο.
Δεν ήτανε κι η μάρκα μου "μωρέ".
...............................................................
25 Μαΐου.
Ένα πρωί
θ' ανοίξω την πόρτα
και θα χαθώ
με τ,, όνειρο της επανάστασης
μες στην απέραντη μοναξιά
των δρόμων που θα καίγονται,
μες στην απέραντη μοναξιά
των χάρτινων οδοφραγμάτων
με τον χαρακτηρισμό -μην τους πιστέψεις-
Προβοκάτορας.
...................................................................
Κάνω προσπάθεια να "γράψω"...
Του λόγου μου το αληθές, όταν διαβάζεις
αυτές τις γραμμές
Θα 'ναι να 'χω πετάξει.
Στις αράδες μου μπλέκονται
αγριοφράουλες και βατομουριές
χιλιόμετρα που πέφτουν επάνω μου δε μ'
αφήνουν να προχωρήσω...
Αυτός ο κατακερματισμένος μανδύας,
σκισμένος από αέρηδες
κι από βροχές, αυτός ο άσπρος
σταλαγμίτης το σώμα μου
μπλέκεται μέσα στα ανυπόδετα πόδια μου,
εκθέτει τη χωρίς
ανθρώπινη ανταπόκριση ψυχή μου.
Κάνω προσπάθεια να γράψω...
Οι δρόμοι της πολυαγαπημένης πόλης
μου, φίδια τώρα της γνώσης
μου παραδώσανε της πόλης τα κλειδιά, με
εκπαιδεύσανε με μάθανε
όσο με σφίγγουνε ν' ανοίγομαι, τώρα με
σφίγγουνε, ανοίγω...
Τώρα σε λίγο δε θα μπορέσεις να με
πιάσεις πια, αν μπορέσεις
κυνήγα με, δε θα με βρείς στους δρόμους
της πια, με προφυλάνε
με κρύβουνε ανεβαίνω...
Σε λίγο αν κοιτάξεις λυπημένος το βράδυ
στον ουρανό ψηλά
θα 'μαι ένα χαζό παιδικό άστρο που όλο
θα πέφτω.
Ίσως κάνω λάθος που θέλω να γράψω για
να κρατηθώ.
είναι ίσως γιατί νωμίζω πως δεν πρόλαβα
να πώ Ευχαριστώ
κι αντί για πεφτάστρο που πρέπει να γίνω
και να χαθώ
σαν άνθρωπος αντίθετα ακόμα να
σκέφτομαι
και θέλω ρόδο αγάπης να γίνω...

...................................................................

Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
που κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών
Εξάρχεια Πατήσια Μεταξουργείο Μέτς.
Κάνουν ότι λάχει.
Πλασιέ τσελεμεντέδων και εγκυκλοπαιδειών
φτιάχνουν δρόμους και ενώνουν έρημους
Διερμηνείς σε καμπαρέ της Ζήνωνος
επαγγελματίες επαναστάτες
παλιά τους στρίμωξαν και τα κατέβασαν
τώρα παίρνουν χάπια
και οινόπνευμα για να κοιμηθούν
αλλά βλέπουν όνειρα και δεν κοιμούνται.
Εμένα οι φίλοι μου είναι σύρματα τεντωμένα
στις ταράτσες παλιών σπιτιών
Εξάρχεια Βικτόρια Κουκάκι Γκύζη.
Πάνω τους έχετε καρφώσει εκατομμύρια σιδερένια μανταλάκια
Τις ενοχές σας αποφάσεις συνεδρίων
δανεικά φουστάνια
σημάδια από καύτρες περίεργες ημικρανίες
απειλητικές σιωπές κολπίτιδες
ερωτεύονται ομοφυλόφιλους
τριχομονάδες καθυστέρηση
το τηλέφωνο το τηλέφωνο το τηλέφωνο
σπασμένα γυαλιά το ασθενοφόρο κανείς.
Κάνουν ότι λάχει.
Όλο ταξιδεύουν οι φίλοι μου
γιατί δεν τους αφήσατε σπιθαμή για σπιθαμή
Όλοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουνε με μαύρο χρώμα
γιατί τους ρημάξατε το κόκκινο
γράφουνε σε συνθηματική γλώσσα
γιατί η δικιά σας μόνο για γλείψιμο κάνει.
Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα
στα χέρια σας. Στο λαιμό σας.
Οι φίλοι μου.

...................................................................

Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ
είναι μη γίνω "ποιητής"
Μην κλειστό στο δωμάτιο
ν' αγναντεύω τη θάλασσα
κι απολησμονήσω.
Μην κλείσουνε τα ράμματα στις φλέβες μου
κι από θολές αναμνήσεις και ειδήσεις της ΕΡΤ
μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις.
Μη με αποδεχτεί η ράτσα που μας έλειωσε
για να με χρησιμοποιήσει.
Μη γίνουνε τα ουρλιαχτά μου μουρμούρισμα
για να κοιμίζω τους δικούς μου.
Μη μάθω μέτρο και τεχνική
και κλειστώ μέσα σε αυτά
για να με τραγουδήσουν.
Μην πάρω κιάλια για να φέρω πιο κοντά
τις δολιοφθορές που δεν θα παίρνω μέρος
μη με πιάσουν στην κούραση
παπάδες και ακαδημαϊκοί
και πουστέψω
Έχουν όλους τους τρόπους αυτοί
και την καθημερινότητα που συνηθίζεις
σκυλιά μας έχουν κάνει
να ντρεπόμαστε για την αργία
περήφανοι για την ανεργία
Έτσι είναι.
Μας περιμένουν στη γωνία
καλοί ψυχίατροι και κακοί αστυνόμοι.
Ο Μάρξ...
τον φοβάμαι
το μυαλό μου τον δρασκελάει και αυτόν
αυτοί οι αλήτες φταίνε
δεν μπορώ γαμώτο να τελειώσω αυτό το γραφτό
μπορεί...ε;...μίαν άλλη μέρα...

...................................................................

Η ελευθερία μου είναι στις σόλες
των αλήτικων παπουτσιών μου.
Φέρνω τον κόσμο άνω κάτω.
Μπορώ να σεργιανίσω ότι ώρα μου γουστάρει.
Π.χ. την ώρα που βάζετε τις μασέλες σας
Στο ποτηράκι με το νερό πριν κοιμηθείτε
την ώρα που απαυτωνόσαστε
την ώρα που κάνετε το χρέος σας
στα παιδιά σας, στο σωματείο σας
την ώρα που σας έχουν χώσει την ιδέα
πως τρώτε αυγολέμονο
και τρώτε σκατά
μπορώ και περπατάω,
με τα αλήτικα παπούτσια μου
πάνω από τις στέγες σας
-όχι ρε παιδάκι μου σαν εκείνη
την ηλίθια με τη σκούπα, τη Μαίρη Πόπινς-
δεν πιάνετε το κανάλι μου
μόνο όσοι έχουμε το ίδιο μήκος κύματος
ανθρωπάκια χέστες, κατά βάθος σας λυπάμαι
αλλά τώρα δε χάνω το χρόνο μου μαζί σας
δεν θέλω παρτίδες με κανέναν σας
η ελευθερία σας
είναι στις σόλες των τρύπιων παπουτσιών μου
θάρθει η ώρα που θα τις γλύφετε
και θα ουρλιάζετε κλαίγοντας "θαύμα, θαύμα"
αυτά τα παπούτσια
ποτέ δεν ξεκουράζονται και ούτε βιάζονται
όταν εγώ καθαρίσω από εδώ
θα τα φορέσει ο Παύλος, η Μυρτώ, φοράμε το ίδιο νούμερο, δεν λειώνουν,
όσες πρόκες και αν ρίχνετε στο δρόμο.
Σας βαράνε στο δόξα πατρί σας
θα έρθει η ώρα
που θα τρέχετε απεγνωσμένα στο στιλβωτήριο
"συνοδοιπόροι" και "αποστάτες"
να βάψετε τα δικά σας
μα η μπογιά
δεν θα πιάνει
ότι και αν κάνετε, όσα και αν δίνετε
τέτοιο άτιμο κόκκινο είναι το δικό μας.

...................................................................

Θαρθεί καιρός που θα αλλάξουν τα πράγματα.
Να το θυμάσαι Μαρία.
Θυμάσαι Μαρία στα διαλείμματα εκείνο το παιχνίδι
που τρέχαμε κρατώντας τη σκυτάλη
-μη βλέπεις εμένα- μην κλαις. Εσύ εισ' η ελπίδα.
Άκου θάρθει καιρός
που τα παιδιά θα διαλέγουν γονιούς
δε θα βγαίνουν στην τύχη
Δε θα υπάρχουνε πόρτες κλειστές
με γυρμένους απέξω
Και τη δουλειά
θα τη διαλέγουμε
δε θάμαστε άλογα να μας κοιτάνε στα δόντια.
Οι άνθρωποι -σκέψου!- θα μιλάνε με χρώματα
κι άλλοι με νότες.
Να φυλάξεις μονάχα
σε μια μεγάλη φιάλη με νερό
λέξεις και έννοιες σαν και αυτές
απροσάρμοστοι-καταπίεση-μοναξιά-τιμή-κέρδος-εξευτελισμός
για το μάθημα της ιστορίας.
Είναι Μαρία -δε θέλω να λέω ψέματα- δύσκολοι καιροί.
Και θαρθούνε κι άλλοι.
Δεν ξέρω -μην περιμένεις και από μένα πολλά-
τόσα έζησα, τόσα έμαθα, τόσα λέω
κι απ' όσα διάβασα ένα κρατάω μόνο:
"Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος".
Θα την αλλάξουμε τη ζωή!
Παρ' όλα αυτά Μαρία.

...................................................................

Καμμιά φορά ανοίγει η πόρτα σιγά σιγά και μπαίνεις.
Φοράς κάτασπρο κουστούμι και λινά παπούτσια.
Σκύβεις βάζεις στοργικά στη χούφτα μου 72 φράγκα και φεύγεις.
Έχω μείνει στη θέση που με άφησες για να με ξαναβρείς.
Όμως πρέπει να έχει περάσει πολύς καιρός γιατί τα νύχια μου μακρύνανε και
οι φίλοι μου με φοβούνται. Κάθε μέρα μαγειρεύω πατάτες
έχω χάσει την φαντασία μου και κάθε
φορά που ακούω "Κατερίνα" τρομάζω. Νομίζω ότι πρέπει να καταδώσω κάποιον.
Έχω φυλάξει κάτι αποκόμματα με κάποιον που λέγανε
πως είσαι εσύ. Ξέρω πως λένε ψέματα οι εφημερίδες,
γιατί γράψανε ότι σου ρίξανε στα πόδια.
Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια.
Στο μυαλό είναι ο Στόχος
το νου σου ε;