Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2009

ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΑΠΟ ΕΝΟΠΛΟΥΣ ΦΟΙΤΗΤΕΣ ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 1896 ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 1897 και η Πρώτη Κατάληψη Πανεπιστημιακού Χώρου



Αφού οι εξουσιαστικές μερίδες προβάλλουν και «επικαιροποιούν» το ζήτημα του πανεπιστημιακού ασύλου, χρήσιμο είναι να μην παραλείπουμε και τα ιστορικά στοιχεία που συνδέονται με συγκρούσεις και εξεγέρσεις στους σπουδαστικούς χώρους.


Τότε που οι ξεσηκωμοί δεν έπαιρναν υπόψη τους τις «ασυλοποιήσεις»…

Εισαγωγικό σημείωμα

Από την πρώτη σπουδαστική εξέγερση τον Γενάρη του 1831 στο Κεντρικό Σχολείο της Αίγινας, μέχρι την φοιτητική εξέγερση που ξέσπασε στην Αθήνα τέλη του 1896 αρχές του 1897 ο χώρος των φοιτητών συμβάλλει και συμμετέχει σε μια ασίγαστη κοινωνική αναταραχή.

Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι μόνο μεταξύ του 1833 και 1862 ξεσπούν τριάντα εξεγέρσεις και κινήματα, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγονται και αυτά των φοιτητών. Δεν είναι λίγοι οι νέοι, κυρίως επτανήσιοι, που σπουδάζουν στην Ιταλία κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821, αλλά και αργότερα, οι οποίοι επιστρέφουν επηρεασμένοι από τις εξεγέρσεις της εποχής, τους Μπαμπέφ, Μπουοναρρότι, Ροβεσπιέρο κ.ά. Κάποιοι απ’ αυτούς μετείχαν και σε ελληνο-ιταλικές επαναστατικές οργανώσεις.

Πολλές φορές, βέβαια, παρακινούνται από τις σφοδρές διαμάχες των πολιτικών παρατάξεων, όπως αυτές που διαδραματίζονται από το 1833 μέχρι το 1843, ανάμεσα στους Μπαρλαίους (των Άγγλων), τους Ναπαίους ή Μουζίκους (των Ρώσων) και τους Μοσχόμαγκες (των Γάλλων), αλλά και από την ιδεολογική, πολιτική και άμεσα εθνική υπόσταση (καλλιέργεια της «μεγάλης» ιδέας) που δίδεται στο πανεπιστήμιο.

«[...] Η δημιουργία συγκεντρωτικού συστήματος στη διοίκηση, που παραγνώριζε τα παραδοσιακά προνόμια της τοπικής αυτοδιοίκησης, και το καισαροπαπικό σύστημα που μετέβαλε την Εκκλησία σε όργανο της κυβέρνησης συχνά θεωρήθηκαν έργο δογματικών Βαυαρών. Όσο και αν είναι έγκυρες διαπιστώσεις, όπως αυτές, εντούτοις αποτελούν μόνο μέρος της αλήθειας: αγνοούν το βασικό γεγονός ότι η Ελληνική Επανάσταση δεν κατάφερε να δημιουργήσει τέτοια συγκεντρωτική εξουσία που να μπορεί να επιβληθεί στις κεντρόφυγες δυνάμεις…». (John A. Petropulos, «Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό Βασίλειο, 1833-1843»).

Το μεσαιωνικό γερμανικό σύστημα διαχείρισης της εξουσίας, λοιπόν, που βασίζεται στη σιδερένια πειθαρχία έρχεται, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, να βάλει τάξη σ’ έναν εκρηκτικό κοινωνικό χώρο, βάζοντας νωρίς τα θεμέλια μιας αυστηρά δομημένης εκπαιδευτικής διαδικασίας. «Στρατιωτική νοοτροπία, θρησκευτική ιεροτελεστία, αριστοκρατική εμφάνιση στις στολές, στους λόγους, στις τυπικότητες, στη γραφειοκρατία, στη πειθαρχία». (Γιώργος Γιάνναρης, «Φοιτητικά Κινήματα και Ελληνική Παιδεία»).

Οι φοιτητές τα πρώτα χρόνια είναι αναγκασμένοι να δίδουν παρόν στην αστυνομία ένα εικοσιτετράωρο από την άφιξη τους στην Αθήνα και μέσα σε οκτώ μέρες να παρουσιάζονται στον πρύτανη για την εγγραφή τους, να πληρώνουν δίδακτρα και να βρίσκονται υπό τη συνεχή παρακολούθηση των αρχών. Τους είναι απαγορευμένο να τοιχοκολλούν έγγραφα ή να πραγματοποιούν εκδηλώσεις χωρίς την έγκριση του πρύτανη, να επισκέπτονται τιμωρημένους συμφοιτητές τους, αλλά και να συμμετέχουν σε μονομαχίες (κάτι που ήταν ένα φαινόμενο της εποχής).

Μ’ αυτούς τους όρους ιδρύεται από τον Όθωνα, με το βασιλικό διάταγμα της 14/4/ 1837 το λεγόμενο Οθώνειο Πανεπιστήμιο. Στα εγκαίνια δημιουργούνται και τα πρώτα παρατράγουδα από ομάδα σπουδαστών που υψώνουν την φωνή τους με αντιβαυαρικά τραγούδια, μ’ αποτέλεσμα να εκδιωχθούν.

Η φράση του Κολοκοτρώνη «το σπίτι τούτο (το πανεπιστήμιο), θα φάει το σπίτι εκείνο (το παλάτι)» θ’ αποδειχθεί πολύ αργότερα προφητική.

«Ιδιαίτερα οι φοιτητές του Πανεπιστημίου είχαν εξελιχθεί στους καλύτερους προπαγανδιστές κατά του Όθωνα. Όταν τα καλοκαίρια πήγαιναν στα σπίτια τους για τις διακοπές, δεν έπαυαν να διηγούνται όσα είχαν μάθει ή ακούσει στην Αθήνα. Με τον τρόπο αυτό ερχόντουσαν σ’ επαφή με πλήθος κόσμου, των χαμηλών κυρίως τάξεων, και με την αίγλη που τους περιέβαλλε δημιουργούσαν έντονο αντιοθωνικό κλίμα». (Χ. Λάζος, «Ελληνικό Φοιτητικό Κίνημα 1821-1973»).

Έτσι, λοιπόν, τα πρώτα χρόνια η παρουσία ξένων καθηγητών, όπως οι L. Ross, H. Ulrich, Masson, H. Treimber, K. Fraal, G. Feder κ.ά., αποτελεί κόκκινο πανί για τους φοιτητές. Αλλά και η τοποθέτηση πολλών Ελλήνων καθηγητών στο φιλομοναρχικό ή αντιμοναρχικό στρατόπεδο αποτελούσε την αφορμή για τις επαναλαμβανόμενες φοιτητικές ταραχές.

Η ανάδειξη της 25ης Μαρτίου κάτω από την πίεση των Βαυαρών σε εθνική εορτή, με στρατιωτικές μπάντες να περιδιαβαίνουν τους δρόμους της Αθήνας, παίζοντας βαυαρικά εμβατήρια, με το φωτισμό της Ακρόπολης και μ’ ένα μεγάλο σταυρό με το «εν τούτω νίκα» να «στολίζει» το Λυκαβηττό, δεν κατορθώθηκε ν’ αποτελεί, κάθε φορά, ένα ανώδυνο εθνικό πανηγυράκι.

Οι εορτασμοί αυτοί των χρυσοστόλιστων Βαυαρών και των ντόπιων τυράννων φούντωναν το μίσος του κόσμου, καθώς οι επιζώντες αγωνιστές και οι οικογένειες τους βρίσκονταν σε άθλια οικονομική κατάσταση, ενώ χιλιάδες αγωνιζόμενοι εξακολουθούσαν την ένοπλη ανταρσία στα βουνά, με την αμέριστη υποστήριξη του πληθυσμού απέναντι στους «απελευθερωτές» ντόπιους και ξένους.

Έτσι η 25η Μαρτίου αποτέλεσε, συστηματικά, ημερομηνία που άφηνε πίσω της συμπλοκές μ’ αντιμοναρχικό κυρίως περιεχόμενο, συλλήψεις, ξυλοδαρμούς όπως το 1841, 1848, 1852, 1859 (χρονιά που έλαβαν χώρα σοβαρές ταραχές τον Μάιο τα λεγόμενα «Σκιαδικά», 1861 (χρονιά κατά την οποία πραγματοποιείται και η απόπειρα δολοφονίας της βασίλισσας Αμαλίας από τον φοιτητή Αριστείδη Δόσιο).

Θα πρέπει να επισημάνουμε πως οι δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, χαρακτηρίζουν μια περίοδο εκσυγχρονισμού του ελληνικού κράτους, αλλά και έντασης των κοινωνικών αγώνων. Ο θεσμός της εκπαίδευσης δεν αποτέλεσε εξαίρεση στους κρατικούς σχεδιασμούς. «Εν τούτοις, η περίοδος 1880-1900 υπήρξε μια περίοδος κατά την οποία κατεβλήθησαν οργανωμένες νομοθετικές προσπάθειες για την καθιέρωση του νέου εκπαιδευτικού καθεστώτος, το οποίο επικράτησε προοδευτικά», (Ιωσήφ Σολομών, «Εξουσία Και Τάξη Στο Νεοελληνικό Σχολείο – Μια τυπολογία των σχολικών χώρων και πρακτικών 1820-1900»).

Τα γεγονότα της εξέγερσης, στην οποία θ’ αναφερθούμε, διασώθηκαν από τον Διονύσιο Μαρκόπουλο, ο οποίος συμμετείχε σ’ αυτά και τα καταγράφει στο βιβλίο του «Η Εξέγερσις των φοιτητών εν Αθήναις Και η Δράσις της φοιτητικής φάλαγγος εν Κρήτη κατά το 1897» (έκδ. Εν Καλαμαίς 1903). Τη σπάνια αυτή μαρτυρία του Μαρκόπουλου έχει ενσωματώσει αυτούσια ο Χ. Λάζος στο βιβλίο του «Η Ιστορία της Πανεπιστημιακής ή Φοιτητικής Φάλαγγας», απ’ όπου και αντλούμε τα γεγονότα της εξέγερσης που ξεκινούν στα τέλη του 1896, μια χρονιά που πραγματοποιούνται και οι Ολυμπιακοί αγώνες στην Αθήνα…

Η ΑΦΟΡΜΗ

Η αφορμή για τα γεγονότα, που πολύ γρήγορα οδήγησαν στην πρώτη κατάληψη πανεπιστημιακού χώρου από εξεγερμένους φοιτητές και μάλιστα ένοπλους στην Αθήνα το 1897, ήταν πράγματι ασήμαντη και αφορούσε ένα λεκτικό επεισόδιο ανάμεσα σ’ ένα καθηγητή της χειρουργικής ονόματι Γαλβάνη και φοιτητές της Ιατρικής Σχολής.

Ο καθηγητής αυτός, έχοντας υψηλή και ισχυρή υποστήριξη, φερόταν με βαναυσότητα και περιφρόνηση, όχι μόνο προς τους φοιτητές, αλλά και προς το προσωπικό του Νοσοκομείου και μερικές φορές και προς άλλους καθηγητές.

Πρέπει να σημειώσουμε, ότι ο διορισμός των καθηγητών γινόταν με την υποστήριξη των κάθε φορά κυβερνώντων. «Κατορθώνοντες δε συνάμα να διεγείρουν υπέρ αυτών ομάδα τινα ροπαλοφόρων φοιτητών επί τη προς αυτούς υποσχέσει διπλώματος διδακτορικού».

Ο Γαλβάνης, λοιπόν, παρέτεινε την παραμονή των φοιτητών στην Αθήνα, πράγμα γι’ αυτούς οικονομικά δυσβάστακτο, υποχρεώνοντας τους να παρουσιάζουν ο καθένας από έναν άρρωστο, καθυστερούσε να τους εξετάζει και να δίνει πτυχίο.

Έτσι την 16η Νοέμβρη 1896 επιτροπή τεσσάρων φοιτητών συναντιέται με τον καθηγητή για να συζητήσουν τα προβλήματα τους. Ο Γαλβάνης με εριστικό τρόπο τους ρωτάει, ποίοι είναι αυτοί, που θα του υποδείξουν τα καθήκοντα του και τους δηλώνει, κατηγορηματικά, ότι δεν έχει ανάγκη από συμβουλές.

Η επιτροπή αποσύρεται για να ενημερώσει τους υπόλοιπους φοιτητές που περίμεναν στην αίθουσα των εγχειρήσεων, αλλά προτού φθάσει εκεί, εισέρχεται πρώτος ο Γαλβάνης και χωρίς, όπως συνήθιζε, να προσέξει το ακροατήριο πήρε ένα κάθισμα και έστρεψε τα νώτα του, αρχίζοντας την ακρόαση του ιστορικού του αρρώστου που επρόκειτο να εγχειρισθεί. Εκείνη την στιγμή εισέρχεται η επιτροπή, η οποία μεγαλόφωνα αναγγέλλει την απάντηση του Γαλβάνη, πράγμα που όπως ήταν φυσικό επέφερε μια αναταραχή στην αίθουσα και συζητήσεις ανάμεσα στους φοιτητές.

Τότε, ο Γαλβάνης στρεφόμενος προς τους φοιτητές είπε: «είσθε ανάξιοι να κατέχητε τας φοιτητικάς έδρας και ατιμάζετε την Ελλάδα και το Ελληνικόν Πανεπιστήμιον». Οργισμένοι οι φοιτητές σηκώθηκαν όρθιοι αποδοκιμάζοντας τον έντονα και στη συνέχεια αποχώρησαν από την αίθουσα.

Την ίδια μέρα στις 4:00 μμ συγκεντρώνονται στο αμφιθέατρο του πανεπιστημίου και ορίζουν (με 500 υπογραφές) πολυμελή επιτροπή (από 46 φοιτητές), η οποία και συντάσσει ψήφισμα προς το Υπουργείο και τον πρύτανη, με το οποίο απαιτεί την απόλυση του Γαλβάνη και την αντικατάσταση του. Οι φοιτητές την επόμενη μέρα αποδέχονται ομόφωνα το κείμενο και ταυτόχρονα κηρύττουν γενική απεργία απ’ όλα τα μαθήματα, ενώ παραιτούνται και βοηθοί του.

Οι φοιτητές της Ιατρικής αποφασίζουν ακόμη να ζητήσουν τη συμμετοχή όλων των σχολών στις κινητοποιήσεις τους, καθώς θεωρούσαν ότι το ζήτημα δεν αφορούσε μόνο τους ίδιους.

Την ίδια στιγμή ο Γαλβάνης και οι άνθρωποι του προσπαθούσαν με κάθε μέσο να ματαιώσουν την εξέγερση που πλησίαζε με γρήγορους ρυθμούς. Υπόσχονταν σ’ άλλους αριστούχα διπλώματα, σ’ άλλους θέσεις βοηθών και γενικά χρησιμοποιούσαν κάθε μέσο για να σχηματίσουν ακροατήριο για τις παραδόσεις του. Μάταια όμως. Όσοι δοκίμαζαν να προσέλθουν στις παραδόσεις του Γαλβάνη έβρισκαν αντιμέτωπους οργισμένους φοιτητές και όσοι δεν πείθονταν ν’ αλλάξουν γνώμη ξυλοκοπούνταν.

Έτσι πήγαιναν τα πράγματα μέχρι τις 20 του μηνός, όταν η επιτροπή επισκέφθηκε τον πρύτανη και τον υπουργό. Ο τελευταίος απάντησε στους φοιτητές ότι δεν θεωρεί «υβρισθέντας τους φοιτητάς» και τους προέτρεψε να επιστρέψουν στις παραδόσεις, απειλώντας τους συνάμα ότι θα κλείσει το πανεπιστήμιο για τους φοιτητές της ιατρικής.

Η απάντηση αυτή, αντί να εκφοβίσει τους φοιτητές, τους ερέθισε ακόμα περισσότερο, τόσο, ώστε να αποφασίσουν να κλείσουν αυτοί πρώτα το πανεπιστήμιο: «Σύσσωμοι δε μεταβάντες εις τα παραδόσεις των άλλων σχολών ανήγγειλαν την απόφασίν των ταύτην! ούτοι δε μας είπον να τοις δώσωμεν καιρόν όπως ιδία, εκάστη σχολή σκεφθή επί του προκειμένου».

Μάλιστα έξω από την είσοδο του νοσοκομείου αποδοκιμάζεται έντονα ο Γαλβάνης, παρά την παρουσία και την επιτήρηση ομάδας μπράβων, που βρίσκονταν εντός του περιβόλου και οι οποίοι είχαν κληθεί για να ματαιώσουν τις συγκεντρώσεις των φοιτητών, αλλά δεν τόλμησαν να προβούν σε καμία ενέργεια «διότι επείσθησαν ότι δεν είναι δυνατόν να επιδείξωσι τον κουτσαβακισμόν των, και ότι θα ηναγκάζοντο να παίξωσι ουχί με ρεκλάμαν αλλά με σφαίρας… η δε αστυνομία θελήσασα να επέμβη εξεδιώχθη εκείθεν».

Την επόμενη μέρα το υπουργείο διατάζει το κλείσιμο της ιατρικής σχολής και του πολιτικού νοσοκομείου και την τιμωρία των πρωταίτιων. Απόφαση που ανακοινώνει ο πρύτανης στην επιτροπή με την προτροπή να παραιτηθεί των καθηκόντων της, καθώς σ’ αυτήν αποδίδονται οι ταραχές.

Οι φοιτητές που συμμετέχουν στην επιτροπή δηλώνουν, ότι αυτοί δεν είναι τίποτε άλλο παρά μεταφορείς των αποφάσεων των υπόλοιπων φοιτητών και παραιτούνται ενώπιον του. Επιστρέφοντας στο πανεπιστήμιο δηλώνουν την παραίτηση τους στους υπόλοιπους, οι οποίοι αμέσως ορίζουν νέα ισάριθμη επιτροπή.

Αμέσως ξεκινούν και τις μυστικές συναντήσεις στις οποίες προσέρχονταν ανά δύο, τρεις ή πέντε για να μην γίνονται αντιληπτοί από την αστυνομία και καθώς τα πράγματα φαίνονταν ότι θα πάρουν σοβαρότερες διαστάσεις, αρχίζουν να οργανώνουν με μεγαλύτερη σοβαρότητα τις κινήσεις τους. Η πρώτη μυστική συνάντηση γίνεται στο ζυθοπωλείο του Μετς, όπου παραβρίσκονται περίπου 80 άτομα.

Κάποιοι αναλαμβάνουν να παρακολουθούν τις κινήσεις της κυβέρνησης, της αστυνομίας, της πρυτανείας, αλλά και τις απόψεις διαφόρων πολιτικών προσώπων και να ενημερώνουν τους υπόλοιπους. Αποφασίσθηκε ακόμη να μην υποχωρήσουν επ’ ουδενί στην απαίτηση για την απομάκρυνση του Γαλβάνη και καθώς η αστυνομία «εφαίνετο με προθέσεις εκβιαστικάς», να οπλιστούν όλοι, έτσι ώστε στην περίπτωση που αποφασιζόταν η «εκβίαση των συναθροίσεων εν τω περιβόλω του Πανεπιστημίου» να προτάξουν την αντίστασή τους.

Επίσης, δεν παραιτήθηκαν από την ιδέα της εξασφάλισης της αλληλεγγύης και των φοιτητών από τις υπόλοιπες σχολές.

Όσες φορές ήταν ανάγκη να συγκληθεί η επιτροπή, αυτό γινόταν πλέον, μέσω των εφημερίδων με κρυπτογραφικές και συμβολικές λέξεις, γιατί η αστυνομία είχε ήδη αρχίσει να παίρνει σοβαρότερα κατασταλτικά μέτρα.

Στο μεταξύ και παρ’ ότι μεσολαβούν οι γιορτές των Χριστουγέννων, συνεχίζονται οι προσπάθειες να διασπασθεί η σύμπνοια των φοιτητών, χωρίς όμως επιτυχία.

Η κλιμάκωση

Μετά τις γιορτές το κράτος αποφασίζει να σκληρύνει την στάση του. Η αστυνομία επιχειρεί να αναγκάσει με την βία τους φοιτητές της ιατρικής να προσέλθουν στις παραδόσεις του Γαλβάνη. Ο ίδιος ο διευθυντής ασφαλείας, ο περιβόητος Μπαϊρακτάρης, πιέζει έξω από την είσοδο του νοσοκομείου φοιτητές να μπουν στην αίθουσα, και στη συνέχεια προσπαθεί να τους οδηγήσει στο τμήμα, αλλά αντιμετωπίζει τη σθεναρή τους αντίσταση και αποτυγχάνει.

Στην συνέχεια, όμως, τα γεγονότα κλιμακώνονται πολύ γρήγορα, καθώς αστυνομική δύναμη επιχειρεί να εισβάλλει στην Νομική σχολή, αλλά εμποδίζεται από τους φοιτητές.

Οι αστυνομικές δυνάμεις προσπαθούν τότε να συλλάβουν δύο φοιτητές. Βλέποντας οι υπόλοιποι φοιτητές την επιχειρούμενη σύλληψη ορμούν εναντίον των αστυνομικών με πέτρες και ρόπαλα. Οι αστυνομικοί, με τα ξίφη στα χέρια πια, επιτίθενται μ’ αγριότητα στον κόσμο. «Οι φέροντες τότε μεθ’ εαυτών όπλα φοιτηταί, αμυνόμενοι και επιτιθέμενοι επυροβόλησαν, και αντεπυροβολήθηκαν, αρπάσαντες δύο ξίφη αστυφυλάκων ως και τινός αστυνόμου καθ’ ον χρόνον ούτος εκράτει τους φοιτητάς Κολομβάκην και Φανόν».

Εν τω μεταξύ, καθώς είχαν ενισχυθεί και οι αστυνομικές δυνάμεις, γενικεύονται οι συμπλοκές γύρω από τις σχολές, ενώ ανταλλάσσονται αρκετοί πυροβολισμοί πάνω από το νοσοκομείο προς την οδό Σόλωνος και προ του Ανατομείου και των Προπυλαίων.

Ο ίδιος ο Μπαϊρακτάρης μαζί με τρεις αστυνόμους και μεγάλη αστυνομική δύναμη θέλοντας να εισβάλλουν από την ανατολική είσοδο του πανεπιστημίου, αναγκάζονται να υποχωρήσουν, καθώς βρίσκονται «προ αρκετών στομίων περιστρόφων».

Επί τόπου έχουν φθάσει ήδη ο πρύτανης με πολλούς καθηγητές, ο φρούραρχος, εισαγγελέας αλλά και ο υπουργός εσωτερικών και με πολλή δυσκολία και μετά την απομάκρυνση των αστυνομικών δυνάμεων επιτυγχάνεται μια σχετική ηρεμία.

Οι ένοπλες αυτές συμπλοκές άφησαν πίσω τους, εκτός από πολλούς ελαφρά τραυματισμένους, έναν σοβαρά τραυματία από σφαίρα αστυφύλακα, και έναν σοβαρά τραυματισμένο φοιτητή από ξίφος. Η οργή των φοιτητών έχει φουντώσει για τα καλά, ακόμα και εκείνων που προηγουμένως ήταν διστακτικοί. Οι φοιτητές πλέον απ’ όλες τις σχολές δηλώνουν ότι δεν θα υποχωρήσουν, αν δεν ικανοποιηθούν πλήρως σ’ ό,τι ζητούν, «ό,τι εάν αι πύλαι της δικαιοσύνης δεν ανοιχθώσι, θα θραυσθώσι» και ακόμα ότι δεν θα πτοηθούν, όσο υψηλή υποστήριξη και αν έχει ο Γαλβάνης.

Μέλη της επιτροπής συναντιούνται ακόμη και με τον πρωθυπουργό, ο οποίος προσπαθεί να τους εκφοβίσει, λέγοντάς τους ότι θα τιμωρηθούν πολύ αυστηρά για όσα έχουν γίνει και ακόμα ότι, όσο βρίσκονται εκτός νόμου και δεν επιστρέφουν στις παραδόσεις, είναι αδύνατον να ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση για το ζήτημα. Οι φοιτητές ανυποχώρητοι του ζητούν ν’ απομακρυνθούν οι αστυνομικές δυνάμεις γύρω από το πανεπιστήμιο και ν’ αφεθούν απερίσπαστοι να συσκέπτονται, ειδ’ άλλως διαμαρτύρονται εκ των προτέρων για όσα πρόκειται να συμβούν.

Τα νέα κυκλοφορούν γρήγορα και αποφασίζεται να πιεσθεί και ο πρύτανης να παραιτηθεί, εφόσον η κυβέρνηση τους εκβιάζει. Παράλληλα, ξεκινά και η συγκέντρωση χρημάτων για την έκδοση φυλλαδίου για την ενημέρωση του κόσμου.

Η κατάσταση είναι πια τόσο τεταμένη, όσο δείχνει και το εξής επεισόδιο:

Ενώ οι φοιτητές συζητούν, ο υπεύθυνος της βιβλιοθήκης, κάποιος Αντωνιάδης, τους παρατηρούσε από ψηλά από ένα ανοικτό παράθυρο και γελούσε υποτιμητικά, γεγονός που ερεθίζει τους συγκεντρωμένους, που τον προτρέπουν να σταματήσει και να μπει μέσα. Αυτός, παρά την προειδοποίηση, εξακολουθεί να μένει στην θέση του αδιάφορος στις προτροπές τους. Όχι για πολύ όμως, γιατί μια στιγμή αργότερα ένας αγανακτισμένος φοιτητής πυροβολεί προς το μέρος του δύο φορές μ’ αποτέλεσμα, έντρομος, να κρυφτεί αμέσως στο εσωτερικό της βιβλιοθήκης καταλαβαίνοντας, έστω και καθυστερημένα, ότι κάποιοι μάλλον δεν αστειεύονταν.

Λίγο αργότερα παρουσιάζεται μπροστά στους φοιτητές ο καθηγητής Κ. Διληγιάννης, αδελφός του πρωθυπουργού, και τους παρουσιάζει επιστολή του Γαλβάνη με την οποία εκείνος διαμαρτύρεται ότι, δεν έβρισε τους φοιτητές και είναι πρόθυμος να δώσει εξηγήσεις δια μέσου του τύπου. Η πρόταση του καθηγητή αποκρούεται από τους περισσότερους φοιτητές, ενώ μερικοί προτείνουν να παρουσιασθεί μπροστά τους και να ζητήσει συγγνώμη, αλλά ούτε καν αυτή η πρόταση(;) γίνεται δεκτή.

Μετά την αναχώρηση του Διληγιάννη, περίπου 10 μέλη της επιτροπής μεταβαίνουν στο σπίτι του πρύτανη.

Στην αρχή βρίσκουν την πόρτα κλειστή ύστερα από διαταγή του ίδιου του πρύτανη. Ο τελευταίος αλλάζει σύντομα γνώμη βλέποντας τους να στρατοπεδεύουν έξω από το σπίτι του. Ο πρύτανης έχοντας τα, πράγματι, χαμένα, («Τι θέλετε από εμέ βρε παιδιά μου; έλεγεν με κατεστρέψατε, ειπέτε μου τι θέλετε; να γράψω προς το Υπουργείο;») δέχεται να ζητήσει καθ’ υπαγόρευση των φοιτητών την απομάκρυνση των αστυνομικών δυνάμεων γύρω από το πανεπιστήμιο και την δυνατότητα τους να συσκέπτονται, ειδάλλως έθετε την παραίτηση του. Δεν είχε τελειώσει ακόμα και μπαίνει στο σπίτι ο καθηγητής Ζωχιός και έκπληκτος τον αντικρύζει καθισμένο σε θέση γραμματέως προς τους φοιτητές. «Τι είναι αυτά που κάμνεις, τω λέγει, βρε Χρηστομάνε; Εζουρλάθης!» «Δεν ηξεύρω τι να κάμω, απήντησεν ούτος, έχασα τα μυαλά μου, σας εκάλεσα να με επισκεφθήτε, εκ των χτυπημάτων άτινα μοι έδωκαν, χθες, οι φοιτητές, ξερνώ αίμα».

Τα μέλη της επιτροπής αποχωρούν, ενημερώνουν τους φοιτητές και αποφασίζουν όλοι από εδώ και στο εξής να μην εγκαταλείπουν το πανεπιστήμιο, καθώς είχαν πληροφορίες, ότι η κυβέρνηση είχε σκοπό να εγκαταστήσει φρουρά στο εσωτερικό του και να μην επιτρέπει καμία συγκέντρωση.

Η ΕΝΟΠΛΗ ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ

Έκτοτε, περίπου 200 φοιτητές μένουν διαρκώς εντός του πανεπιστημίου νύκτα μέρα μέχρι και την κατοπινή πολιορκία.

Το γεγονός της κατάληψης του πανεπιστημίου κάνει τεράστια αίσθηση σ’ ολόκληρη την κοινωνία, που τίθεται με το μέρος τους. Μεγάλη εντύπωση δημιουργεί και το φυλλάδιο που μοιράζεται σε 10.000 αντίτυπα δωρεάν.

Εν τω μεταξύ, η τότε πανίσχυρη Εθνική εταιρεία προπαγάνδιζε, ότι είχε έλθει ο καιρός για την προώθηση της μεγάλης ιδέας, ενώ οι αλλεπάλληλες διεισδύσεις αντάρτικων σωμάτων της στην Μακεδονία και οι φερόμενες επιτυχίες τους απέναντι στο τούρκικο στρατό, αλλά και οι ειδήσεις από την κρητική εξέγερση δημιουργούσαν ένα εθνικιστικό κλίμα. Σε σχετικό συλλαλητήριο που διοργανώνεται, οι φοιτητές βρίσκουν την ευκαιρία και δηλώνουν μεταξύ άλλων σε πλήθη κόσμου που συμμετέχουν: «…ούτε κυβέρνησις, ούτε άλλη τις μεγαλυτέρα δύναμις αν υπάρχη εν τω κράτει θα μας εκβιάση· και εις δε αστυφύλαξ, αν τολμήση να πατήση τον περίβολον, ή το πεζοδρόμιον του πανεπιστημίου θα φονευθή». Ούτε κουβέντα κατά των φοιτητών δεν ακούστηκε, όπως περιγράφει ο Μαρκόπουλος, σ’ αυτό το πολυπληθές συλλαλητήριο.

Το ίδιο βράδυ σε συγκέντρωση των φοιτητών παρουσιάζονται οι πρώτες διαφωνίες και συγκεκριμένα από την πλευρά κάποιων αντιπροσώπων από την Λακωνία, που ζητούν να υπάρξουν κάποιες υποχωρήσεις. Συγκεκριμένα αντέτειναν να σταλεί μια επιτροπή στον Γαλβάνη και να του προταθεί να ζητήσει συγγνώμη από την έδρα και από τον τύπο ώστε να θεωρηθεί το ζήτημα λυμένο.

Η πρόταση αυτή προκάλεσε διένεξη τέτοια ώστε να είναι έτοιμοι να αποχωρήσουν εκείνοι που την έθεσαν. Μπροστά στο ενδεχόμενο σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή να επέλθει μια γενικότερη καταστροφική διαφωνία, κάποιοι πρότειναν να γίνει δεκτή η πρόταση, αλλά με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι αδύνατον να γίνει δεκτή από τον Γαλβάνη. Η επιστολή συμπεριλάμβανε την υποχρέωση του Γαλβάνη να ζητήσει συγγνώμη μέσω του τύπου, από την έδρα για τις ύβρεις, ακόμα να δεχθεί τις πρωταρχικές υποδείξεις των τελειόφοιτων και να αντικαταστήσει τους δύο βοηθούς του που δεν είχαν παραιτηθεί. Το κείμενο συνοδευόταν από πενήντα υπογραφές.

Ο Γαλβάνης, μόλις διάβασε τις πρώτες προτάσεις, πέταξε την επιστολή στο δρόμο λέγοντας: «Κύριοι, νομίζω ότι η Ιατρική σχολή, ευρίσκεται προ τινος εν νευρική διεγέρσει». «Σεις είσθε άξιος ευεργετικού τινος καταστήματος, απήντησαν οι φοιτητές και απήλθον μανιώδεις εξ οργής». Ύστερα κι απ’ αυτό και οι λιγοστοί διαλλακτικοί έγιναν οι πλέον ανυποχώρητοι.

Το κράτος όμως άρχισε να θεωρεί, ότι πρέπει να τελειώνει με κάθε τρόπο μ’ αυτήν την κατάσταση που δεν μπορούσε να εκτονώσει.

Εκδίδονται περίπου 80 εντάλματα εναντίον αυτών που θεωρούνται από τις αρχές πρωταίτιοι. Οι λιγοστοί συλληφθέντες αρχίζουν να βασανίζονται στα τμήματα της αστυνομίας. Ο Κολομβάκης και ο Φανός ρίχνονται στις φυλακές του παλαιού στρατώνος, όπου βασανίζονται άγρια. Οι φοιτητές αρχίζουν να βγαίνουν κατά ομάδες με σκοπό να αντιταχθούν πάση θυσία σε επιχειρούμενες νέες συλλήψεις από τους αστυνομικούς.

Τρεις μέρες από την κατάληψη του πανεπιστημίου και η γενική κατάσταση είναι ιδιαίτερα έκρυθμη. Σ’ αυτό συμβάλουν και οι ειδήσεις, που διαρκώς έρχονται, σχετικά με το κρητικό ζήτημα, ενώ η Εθνική Εταιρία δεν σταματάει με εθνικιστικές προκηρύξεις να καλεί τον κόσμο στα όπλα.

Το κράτος, λοιπόν αποφασίζει να τελειώνει με τους φοιτητές. Την απόφαση αυτή πληροφορούνται οι φοιτητές και συγκεντρώνονται όλοι, εσπευσμένα, στο πανεπιστήμιο. Κάτω από τα πανωφόρια κάποιων κρύβονται 4-5 κοντά όπλα γκρα, που τα έφεραν Κρήτες φοιτητές οι οποίοι ήταν έτοιμοι να συμμετάσχουν στην κρητική επανάσταση.

Ετοιμασίες, όμως γίνονται και στο αντίπαλο στρατόπεδο. Τα κοντινά αστυνομικά τμήματα ενισχύονται, ενώ πολλές περιπολίες ιππέων και ευζώνων πραγματοποιούνται από το νωρίς το πρωί στους κεντρικούς δρόμους και στις πλατείες επιβεβαιώνοντας τις πληροφορίες των φοιτητών. Πραγματικά, στις δύο το μεσημέρι όλοι οι δρόμοι που οδηγούν στο πανεπιστήμιο καταλαμβάνονται από αστυφύλακες, συγχρόνως μια ίλη Ιππικού παρατάσσεται μπροστά στα Προπύλαια και την Ακαδημία, ένας λόχος ευζώνων στο περιστύλιο της Ακαδημίας και ένας ακόμη λόχος πεζών στην Βαλλιάνειον Βιβλιοθήκη.

Οι αρχές δικαιολογούν την τεράστια αυτή κινητοποίηση λέγοντας, ότι διαθέτουν πληροφορίες, ότι στο πανεπιστήμιο βρίσκονται περίπου 200 φοιτητές με μεγάλη ποσότητα δυναμίτη, ενώ έχουν σε ετοιμότητα μεγάλη αντλία που μετέφεραν από το χημείο με την οποία είναι έτοιμοι να εκτοξεύσουν διάλυμα θεϊκού οξέως.

Τα νέα της πολιορκίας του πανεπιστημίου κυκλοφορούν γρήγορα σ’ ολόκληρη την πόλη, μ’ αποτέλεσμα να συγκεντρωθεί μεγάλο πλήθος ανθρώπων πίσω από την διπλή ζώνη αποκλεισμού που έχουν σχηματίσει οι κρατικές δυνάμεις.

Ο Φρούραρχος και ο αρχηγός της αστυνομίας στέλνουν τελεσίγραφο στους εξεγερμένους να βγουν μέσα σε δυο ώρες και «υπόσχονται» ότι θα παραμείνουν ατιμώρητοι. Δεν είναι λίγοι αυτοί που αρχίζουν να βγαίνουν. «Οι δε μάλλον ζωηρότεροι με τα περίστροφα εις χείρας παρεκάλουν να μείνωσι όσοι εισίν ωπλισμένοι» και δηλώνουν σε φρούραρχο και αρχηγό της αστυνομίας, ότι θα πυροβολούν μόλις και ένας έστω αστυφύλακας ή στρατιώτης πατήσει τον περίβολο ή το πεζοδρόμιο του πανεπιστημίου, «κλείνοντες όλας τας θύρας, έθεσαν φρουρούς ενόπλους εις αυτάς, αφίσαντες μόνον την προς τα προπύλαια εξ ης εξηκολούθουν να εξέρχωνται».

Μέχρι τις τέσσερις το απόγευμα όσοι ήταν να αποχωρήσουν το έκαναν, αφήνοντας πίσω περίπου 150 εξεγερμένους και αποφασισμένους για όλα ανθρώπους.

Οι έγκλειστοι αρχίζουν να προετοιμάζουν την άμυνα τους τοποθετώντας και μοιράζοντας τις δυνάμεις που υπάρχουν στις πύλες και ιδιαίτερα στα προπύλαια, ενώ «επί του αετώματος δε, ανέβησαν δύο εκατέρωθεν με όπλα γκρα».

Όταν άρχισε να πέφτει το σκοτάδι, ο κόσμος σιγά-σιγά διαλύεται, ενώ οι αρχές απαγορεύουν αυστηρά στους στρατιώτες να συνομιλούν με τους έγκλειστους. Στο κατειλημμένο πανεπιστήμιο έχει διακοπεί η παροχή ρεύματος. Οι έγκλειστοι μάταια προσπαθούν να ανακαλύψουν παλαιό οπλισμό της πανεπιστημιακής φάλαγγας. Αντί για οπλισμό βρίσκουν μεγάλο αριθμό λαμπάδων και κάθε μεγέθους, αλλά και πλήθος επίχρυσων κουμπιών που χρησιμοποιούντο στις στολές της πάλαι ποτέ πανεπιστημιακής φάλαγγας. Τα ευρήματα των έγκλειστων είχαν όμως μεγάλη ψυχολογική σημασία, καθώς δόθηκε η εντύπωση μιας ιδιαίτερης προετοιμασίας, αφού δεν ήταν γνωστή η προέλευση τους σε πολλούς.

Πάντως και παρ’ όλο τον αυστηρό αποκλεισμό τους, δεν στάθηκε αδύνατη η επικοινωνία με τους συμπαραστάτες. «Εν πρώτοις εδέχθημε γαλέτας τινάς και καπνόν ριφθέντα υπό του δισκοβόλου συναδέλφου μας Παρασκευόπουλου, εξ αποστάσεως 100 σχεδόν μέτρων εκ του παρά την βιβλιοθήκην σκοτεινού χώρου. Εκείθεν ελάβομεν και σημειώσεις τινάς, παρά γνωστών της επιτροπής μελών ενθαρρυνόντων ημάς και προτρεπομένων να εμμείνωμεν μέχρι της 10ης της επομένης», καθώς είχαν εκδηλωθεί και μέσα από τον στρατό φιλικές διαθέσεις.

Στους εξεγερμένους παρουσιάστηκε και ένας εκπρόσωπος της Εθνικής Εταιρείας βουλευτής αργότερα από την Λακωνία, προτρέποντας να υποχωρήσουν και να βγουν έξω, αφού δεν θα καταδιωχθούν. «Υμείς, έλεγεν, έχετε καθήκον να υπερασπίσητε την κινδυνεύουσαν πατρίδα, και τους έξω αδελφούς, μη αναστατώνητε την Ελλάδα, καθ’ ον χρόνο μέλλομεν να προβώμεν εις λύσιν του αιωνίου δι’ ημάς προβλήματος, την απελευθέρωσιν των δούλων αδελφών, θυσιάσατε τέλος την ατομικήν σας τιμήν απέναντι της τιμής της πατρίδος».

Οι εξεγερμένοι δεν διστάζουν να του απαντήσουν: «Πλανάσθε Κύριοι, τω λέγομεν, με όλην την γεροντικήν και ανδρικήν σκέψιν, ο εχθρός της Ελλάδος δεν είναι εκεί όπου νομίζετε, ματαίως τρέχετε εκεί· ο επιφοβώτερος, καταστρεπτικώτερος και καταχθονιώτερος εχθρός υπάρχει, ενοικεί, εν τω κέντρω της ελευθέρας Ελλάδος ημείς τούτον εννοούμεν να καταστρέψωμεν πρώτον και αν θέλετε βοηθήσατέ μας». Μετά και από αυτήν την απάντηση ο «συμπαραστάτης» απομακρύνθηκε χωρίς άλλα λόγια. Ήταν άλλωστε στην σειρά και αρκετοί άλλοι.

Μια ώρα μετά αφέθηκε να προσεγγίσει τους έγκλειστους ένας συντάκτης της Ακρόπολης. Τους πληροφόρησε ότι ολόκληρη η πόλη βρίσκεται σε αναταραχή, ενώ οι αρχές εμποδίζουν τις ειδήσεις να φθάσουν στην επαρχία, αλλά παρόλα αυτά 500 Πατρινοί είναι έτοιμοι να φθάσουν με έκτακτες αμαξοστοιχίες.

Ακόμα τους ενημέρωσε για το συλλαλητήριο «το οποίον συνεκρούσθη προς την οδό Σταδίου μετά της εξουσίας» και ότι σκοτώθηκαν και πληγώθηκαν πολλοί και από τις δύο μεριές. Τα ονόματα των νεκρών διαδηλωτών άγνωστα, εκτός από εκείνο του μαθητή Βαρότση, «το πτώμα του οποίου εκράτησεν η Αστυνομία, μη επιτραπείσης της ταφής, προς αποφυγήν νέων σκηνών· ετάφη δε κρυφά υπό της αστυνομίας...».

Οι συμπλοκές βέβαια είχαν γίνει αντιληπτές από τους έγκλειστους. «Καθ’ ον χρόνον ηκούσθηκαν οι πυροβολισμοί οι επί του αετώματος φρουροί μας εφώναξαν ”οι πολίτες φονεύονται” πάραυτα δι’ αστραπιαίας ταχύτητος κατελάβομεν τας θέσεις μας, οι δε εκ του αετώματος επλήρωσαν τα όπλα έτοιμοι να πυροβολήσωσι, και θα έπραττον τούτο, αν αφ’ ενός δεν ετρέπεντο οι έξωθεν ευρισκόμενοι πολιορκηταί εις φυγήν, και αφ’ ετέρου δεν ερρίπτομεν κραυγάς προς αυτούς».

Από τον συντάκτη της Ακρόπολης οι έγκλειστοι μαθαίνουν ακόμη ότι η κυβέρνηση τους χαρακτήρισε στασιαστές και προτίθεται το επόμενο πρωί να κηρύξει στρατιωτικό νόμο. Τελειώνοντας τους γνωστοποίησε την γενίκευση της κρητικής επανάστασης, τους επέστησε το καθήκον να σώσουν την πατρίδα και τους υποσχέθηκε την επόμενη φορά να τους προμηθεύσει τρόφιμα. Οι εξεγερμένοι, αφού τον ευχαρίστησαν για τις πολύτιμες πληροφορίες που τους έδωσε, του επανέλαβαν, όσα είχαν απαντήσει και στον εκπρόσωπο της Εθνικής Εταιρείας.

Σειρά είχαν εννέα καθηγητές που ζητούν να τους κάνουν κάποιες αναγγελίες. Οι καθηγητές, αναγνωρίζοντας το δίκιο τους για να τους κολακέψουν, προσπαθούν και αυτοί να προβάλλουν τις εθνικά κρίσιμες στιγμές που περνάει ο τόπος. Παίρνουν, όμως, την ίδια απάντηση με τους προηγούμενους μεσολαβητές και μάλιστα από ένα Κρητικό φοιτητή. Δυστυχώς, τέσσερις πέντε φοιτητές συνδιαλλέγονται με τους καθηγητές εν αγνοία των υπολοίπων και συνενοούνται –τον αντίκτυπο της προδοσίας θα τον δούμε παρακάτω– «όπως εξέλθη ο Β. Κωστόπουλος, και συννενοηθή προς τους έξω φοιτητάς, ενεργήσει, τέλος, όπως φροντίσωσι δια παντός μέσου, την ειρηνικήν λύσιν της πολιορκίας, αποφύγωσι δε να έλθωσι εις σύγκρουσιν μετά της εξουσίας».

Μόλις αποχωρούν και οι καθηγητές πραγματοποιείται έντονη κουβέντα ανάμεσα στους εγκλείστους, που αποφασίζουν να μείνουν και να περιμένουν την σημαντική επόμενη ημέρα.

Αξιοσημείωτη είναι και μια προσπάθεια έξι φοιτητών, που έχοντας στη διάθεση τους σχεδιάγραμμα των υπονόμων, προσπαθούν τις βραδινές ώρες της ημέρας που πραγματοποιήθηκε η αιματηρή διαδήλωση αλληλεγγύης να φέρουν τρόφιμα στους έγκλειστους. Η προσπάθεια τους δεν ήταν επιτυχής «διότι καίτοι κατωρθώθη να φθάσωσι υπό το προαύλιον του Πανεπιστημίου, καίτοι επιμόνως έκρουσαν την σκεπάζουσαν το εκεί στόμιον πλάκας της διερχόμενης υπονόμου, δεν εγένετο εις ημάς αντιληπτόν όπως ανοίξωμεν τούτο».

Παρ’ όλα αυτά, «μετά την ματαίωσιν του σχεδίου τούτου ερρίφθησαν αι γαλέται και αι σημειώσεις προς ημάς, εξ ων εφαίνετο η ληφθείσα απόφαση της συγκροτήσεως πανδήμου συλλαλητηρίου την 10ην της επομένης, μέχρις ου ενέτειλλο ημίν να εμμένωμεν πάση θυσία».

Οι αποφάσεις και το σχέδιο των συμπαραστατών ήταν ως εξής: θα γινόταν έκκληση προς τον κόσμο για να βοηθήσει τους έγκλειστους διασπώντας την στρατιωτική ζώνη και με το να ενωθεί μ’ αυτούς λύοντας βίαια την πολιορκία του πανεπιστημίου. «Καθ’ ον χρόνον οι αποτελούντες το συλλαλητήριον θα ώδευον δια της οδού Σταδίου και της Ακαδημίας περί τους 150 καλώς ωπλισμένοι φοιτηταί θα εξωρμώντο εκ διαφόρων σημείων της συνοικίας Νεαπόλεως και Κολωνακίου, και δι’ εφόδου εκδιώκοντες τους εις τον προ της Βιβλιοθήκης, Νοσοκομείου και Ανατομείου ευρισκόμενους πολιορκητάς να συγκοινωνήσωσι προς τους πολιορκημένους…».

Το ξημέρωμα βρίσκει μια πόλη «υπό εχθρικού στρατού καταληφθείσα». Σκοποί έχουν τοποθετηθεί σε κάθε διασταύρωση, αποσπάσματα έφιππων και πεζών διασχίζουν την πόλη. Όσο όμως πλησιάζει η ώρα για το συλλαλητήριο το πλήθος αυξάνεται στην πλατεία Ομονοίας και στους γύρω δρόμους και περιμένει τους φοιτητές να οδηγήσουν την πορεία. Όλη η φρουρά της πόλης είναι επί ποδός ακόμα και ο ίδιος ο διάδοχος ως διοικητής του 3ου Αρχηγείου.

Στις εννιάμισι ξεκινούν από την Λέσχη οι φοιτητές. «Η Κυβέρνηση εσκέφθη να εκτελέση και το τελευταίον πείραμα δια τους πολιορκόμενους». Στέλνει τον Διευθυντή της αστυνομίας τον γνωστό Μπαϊρακτάρη και το φρούραρχο με τελεσίγραφο προς τους έγκλειστους με το οποίο τους απειλεί με επέμβαση, εάν δεν εκκενώσουν σε πέντε λεπτά το πανεπιστήμιο. Οι εξεγερμένοι καταλαμβάνουν αμέσως τις θέσεις τους, ενώ κάποιοι προτείνουν ακόμα και την σύλληψη και την κράτηση του διευθυντή της αστυνομίας! «Αλλά δεν εκρίθη συνετόν, και τον διατάξαμεν να απομακρυνθή του πανεπιστημιακού χώρου». Τότε οι στρατιωτικές δυνάμεις παίρνουν την διαταγή να προχωρήσουν με προτεταμένα τα όπλα, ενώ ένας αξιωματικός του πυροβολικού διατάζει τους στρατιώτες του να στρέψουν την δύναμη πυρός τους προς τα Προπύλαια.

«…αστραπηδόν περί τους 30 φοιτηταί ευρισκομένοι προ των προπυλαίων εισπηδώμεν ασκεπείς με τα περίστροφα και δυναμίτιδας εις τα χείρας και τασσόμεθα κύκλω του περιβόλου έτοιμοι να πυροβολήσωμεν πλέον εάν εβλέπωμεν τον στρατόν πατώντα επί του προαυλίου…». Ταυτόχρονα τρεις κάνες πιστολιών σημαδεύουν τον αξιωματικό που συντονίζει τις κινήσεις της αντλίας.

Εκείνη την στιγμή ο φρούραρχος και κάποιοι καθηγητές «κρατούν δια κραυγών και ικεσιών προς στιγμήν την σύγκρουσιν, διαταχθέντος του στρατού να υποχωρήση ολίγα βήματα».

Ήταν, πλέον, ολοφάνερο ότι χωρίς αιματοκύλισμα οι εξεγερμένοι δεν παραδίνονται, ενώ ταυτόχρονα ένας ανθρώπινος χείμαρρος ήταν έτοιμος να κατακλύσει τον χώρο γύρω από το πανεπιστήμιο. Η κυβέρνηση τότε μη βρίσκοντας διέξοδο είναι έτοιμη να παραιτηθεί, όταν παρουσιάζεται στο υπουργικό συμβούλιο ο καθηγητής Μιστριώτης, «εμφανιζόμενος» να έχει έρθει σε συνεννόηση με τους πολιορκούμενους και ότι φοιτητές με εντολή των έγκλειστων έχουν εξέλθει για να εμποδίσουν το συλλαλητήριο. Συγχρόνως ζήτησε και έλαβε την εντολή από την κυβέρνηση να μεταβεί στο πανεπιστήμιο και να αναγγείλει την υποχώρηση της και την αποδοχή των δίκαιων αιτημάτων των φοιτητών, την παύση του Γαλβάνη και την πλήρη αμνηστία των εξεγερμένων.

Οι έγκλειστοι αποφάσισαν να απαντήσουν σε μία ώρα στον Μιστριώτη.

Τότε εκείνος «ανεχώρησε και έσπευσε προς συνάντηση του φοιτητού Κωστόπουλου, τη διαταγή του Φρουράρχου του πανεπιστημίου και των λοιπών τεσσάρων ους είπον προηγουμένως, εξελθόντας την νύκτα, μεθ’ ου εκ των υστέρων αποδεικνύεται ότι ευρίσκετο εις συνεννόησιν από της νυκτός». Ο Κωστόπουλος προδίδει, λοιπόν, τους συντρόφους του και ύστερα από συνεννόηση με τον Μιστριώτη πηγαίνει στο χώρο του συλλαλητηρίου. Και ενώ ο τελευταίος ομιλητής του συλλαλητηρίου είναι έτοιμος να φωνάξει «εμπρός προς το πανεπιστήμιο», ο Κωστόπουλος ανεβαίνει στην εξέδρα και αποτρέπει αυτήν την εξέλιξη παρουσιαζόμενος ως εκπρόσωπος των εγκλείστων, οι οποίοι δήθεν διαπραγματεύθηκαν με την κυβέρνηση και είναι έτοιμοι να προβούν σε έξοδο.

Ο κόσμος αρχίζει να διαλύεται. Μάταια οι έγκλειστοι περιμένουν να ακούσουν τον κόσμο να πλησιάζει. Αντί για συμπαραστάτες επανέρχεται ο Μιστριώτης μαζί με άλλους καθηγητές, οι οποίοι επαναλαμβάνουν τις παρακλήσεις και τις προτροπές τους για να επιτύχουν την έξοδο των φοιτητών. Τους διαβεβαιώνουν μάλιστα να μην περιμένουν τίποτα από τους απ’ έξω, γιατί ο κόσμος «αδιαφορεί».

Οι εξεγερμένοι συγκεντρώνονται στο αμφιθέατρο «ένθα κατόπιν πολλών συζητήσεων, το πλείστον υπεστηρίξαμεν ότι κατ’ ουδενί τρόπον πρέπει να υποχωρήσωμεν, και αν η Κυβέρνησις όντως εδέχθη τα αιτήματά μας, ας λύση την πολιορκίαν, και ημείς ως και πρότερον δεν θα προβώμεν εις ουδέν, αναμένοντες τας υποσχέσεις αυτών».

Σ’ αυτήν την κρίσιμη στιγμή ο Τασιόπουλος τους «διαβεβαιώνει», ότι το συλλαλητήριο δεν μπόρεσε να συγκροτηθεί, ότι έχει πληροφορίες για την γενίκευση της κρητικής επανάστασης και τέλος προσπαθεί να τους πείσει για το μάταιο της περαιτέρω παραμονής τους, μετά και την πλήρη υποχώρηση της κυβέρνησης.

Τα ίδια τους επαναλαμβάνει και ο «σεβάσμιος» μητροπολίτης που εμφανίζεται «αυθόρμητα» και αυτός για να συνδράμει στην εκτόνωση της κατάστασης. «Η εσπευσμένη αύτη ενέργεια του τε Μητροπολίτου (όστις πολύ αμφιβάλλω αν αυθορμήτως ως είπεν αφίκετο ως εκ των υστέρων φαίνεται) και των κυρίων καθηγητών εγένετο, ως μετά την εξόδον συμπαιρένομεν, δια το εξής»: οι φοιτητές που βρίσκονται έξω, μετά την διάλυση του συλλαλητηρίου συγκεντρώνονται στην Λέσχη και πολύ γρήγορα καταλαβαίνουν την απάτη καθώς περνάει αρκετή ώρα. Έξω φρενών αποφασίζουν να το ανακοινώσουν στον κόσμο και να ορμήσουν μόνοι τους επάνω στην στρατιωτική ζώνη αποκλεισμού.

Η κυβέρνηση, λοιπόν, βλέποντας να βρίσκεται και πάλι σε δυσχερή θέση έδωσε, όπως φαίνεται, προφορική συγκατάθεση στους καθηγητές και στον «αυθόρμητο» μητροπολίτη να μεταφέρουν την αποδοχή εκ μέρους της των αιτημάτων.

Οι έγκλειστοι αποφασίζουν να λήξουν την κατάληψη προβάλλοντας ως όρο, ότι δεν θα τοποθετηθεί φρουρά μετά την έξοδο τους, ούτε θα πατήσει στρατιώτης τον περίβολο του πανεπιστημίου και ακόμα ότι θα αποχωρούσαν ένοπλοι κρατώντας την σημαία τους.

Η κυβέρνηση δέχθηκε «με μιαν παρατήρησιν μόνον, τα μακρά όπλα και η σημαία καλόν θα ήτο να μείνωσιν εντός του πανεπιστημίου, (ενόμιζον ότι είχομεν πολλά) προς δε να μεταβώμεν εις την Λέσχην δια της οδού Σταδίου καθ’ όσον ο Λαός ήθελε προβή εις διαδήλωσιν εξ ης προκύψει δυσάρεστον τι».

Οι φοιτητές διαλέγουν δια μέσου της οδού Πανεπιστημίου και Σόλωνος να κατευθυνθούν προς την πλατεία Κολωνακίου όπου τους περίμενε πολύς κόσμος έχοντας κρυμμένα τα όπλα κάτω από τα πανωφόρια τους.

Και ενώ είναι έτοιμοι για την έξοδο, ο διευθυντής της αστυνομίας θεώρησε εξευτελιστικό «για την εξουσίαν να εξέλθωμεν εν σώματι και πομπωδώς». Θέλησε λοιπόν, να εμποδίσει την αποχώρηση μ’ αυτόν τον τρόπο, λέγοντας ότι θα πρέπει να πραγματοποιηθεί κατά διαλείμματα και όχι από τα Προπύλαια, αλλά από την ανατολική πύλη.

Αυτό εξόργισε τους φοιτητές που κατέλαβαν για μιαν ακόμη φορά θέση μάχης υποπτευόμενοι κάποια παγίδα, δηλώνοντας, πλέον, ότι δεν αποχωρούν αν δεν απομακρυνθούν εντελώς οι αστυνομικές δυνάμεις.

Η κυβέρνηση δέχεται και αυτόν τον τελευταίο εξευτελισμό και έτσι πραγματοποιείται η αποχώρηση και η ένωση με το πλήθος που επευφημούσε στην πλατεία Κολωνακίου.

Το κράτος, φυσικά, δεν κράτησε τις δεσμεύσεις του. Το ίδιο βράδυ ανακοινώνεται η δίωξη των πρωταίτιων με 90 εντάλματα και η εγκατάσταση φρουράς εντός του χώρου του πανεπιστημίου, ώστε να μην χρησιμοποιηθεί ξανά ως ορμητήριο των φοιτητών για οποιαδήποτε κινητοποίηση.

Οι φοιτητές μόλις γίνονται γνωστά τα νέα συναντούνται κρυφά στη Λέσχη και αποφασίζουν να κυκλοφορούν ένοπλοι για να μην πιαστούν.

Τα γεγονότα, όμως, τους προλαβαίνουν.

Ξεσπά η κρητική επανάσταση και η κυβέρνηση αποφασίζει μετά από μια θυελλώδη συνεδρίαση στην βουλή να στείλει πολεμικά πλοία στην Κρήτη. Πολλοί φοιτητές ετοιμάζονται να κατέβουν στο νησί για να συμμετέχουν στην κρητική Επανάσταση. Εσπευσμένα, γι’ αυτόν το λόγο, πραγματοποιείται η επανασύσταση της πανεπιστημιακής φάλαγγας, η οποία, όμως, αποδεκατίζεται στην Κρήτη για να διαλυθεί οριστικά…


Συσπείρωση Αναρχικών