Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2009

Σχετικά με το δεσποτισμό της θρησκείας, των Φιλοσόφων και των Στοχαστών


«Οι θρησκείες χρειάζονται στον λαό, γι’ αυτό κι αν ακόμα εμποδίζουν την πρόοδο της ανθρωπότητας σχετικά με τη γνώση της αλήθειας και πάλι λοξοδρομώντας με σεβασμό, όσο μας είναι μπορετό να τις προσπερνάμε. Στην ουσία, κάθε θετική θρησκεία, είναι σφετεριστής του θρόνου που ανήκει στη φιλοσοφία, γι’ αυτό και οι φιλόσοφοι θα είναι πάντα σε διάσταση μαζί της, ακόμα και όταν θα τη θεωρούν σαν αναγκαίο κακό, σαν δεκανίκια για τους πνευματικά ανάπηρους, που είναι και οι πιο πολλοί άνθρωποι».

(Αρθ. Σοπενχάουερ, Κριτική της Ελευθερίας της βουλήσεως)

«Και πρώτα πρώτα δεν είμαι φιλόσοφος. Δεν έχω φκιάσει κανένα δικό μου «σύστημα», λαμπερό ναό της Σκέψης με κολόνες, με πολυελαίους, μ’ Άγιο Βήμα κι άδυτα των αδύτων».

(Κώστας Βάρναλης, Η Αληθινή Απολογία του Σωκράτη)

Ο Πλάτων στην «Πολιτεία» του είχε υποστηρίξει ότι μια σωστή κοινωνία πρέπει να καθοδηγείται από τους φιλοσόφους, οι οποίοι άρχουν σύμφωνα με τις αρχές του λόγου, τις οποίες μόνο αυτοί μπορούν να επιβάλλουν στους κοινούς ανθρώπους.

Ο Πλάτωνας όρισε χρησιμοποιώντας το «Εν αρχή (εξουσία) ην ο λόγος», τα θεμέλια στα οποία η εξουσία του φιλοσοφικού ιερατείου βασίστηκε και συνεχίζει να βασίζεται, δηλαδή, όχι απλά στην κατοχή «γνώσεων», αλλά στη κατασκευή ακατανόητων-νοητικών(!!!) «γνωστικών» συστημάτων, που φτιάχτηκαν από λίγους και «εκλεκτούς» και απευθύνονται σε λίγους και εκλεκτούς.

Ο φυσικός φιλόσοφος Φέχνερ λίγο πριν τα 1850 υποστήριζε: «Ο Θεός, το άθροισμα της υπάρξεως και της ενεργητικότητας, δεν έχει έξω απ’ αυτόν κανένα εξωτερικό κόσμο. Είναι μόνος και μοναδικός. Όλα τα πνεύματα κινούνται στον εσωτερικό κόσμο του σώματός του. Κινείται μόνος του μέσα στον ίδιο του τον εαυτό. Δεν καθορίζεται από τίποτα από τα έξω, προσδιορίζεται όμως από τον ίδιο του τον εαυτό, αφού περικλείει τα αίτια του ορισμού όλων των υπάρξεων».

Αν δεν καταλάβατε τίποτε, μην νιώθετε μοναξιά. Εύλογα σχολιάζει ο Λούντβιχ Μπύχνερ στο «Δύναμη και ύλη» το 1850, τα παραπάνω επιστημονικά θέσφατα: «Ποιος λογικός άνθρωπος μπορεί να καταλάβει ένα τέτοιο ορισμό; […] Στους νεώτερους, όμως, φιλοσόφους αρέσει να ξαναζεσταίνουν τα παλαιά φαγητά, δίνοντάς τους καινούργια ονόματα, για να τα σερβίρουν ως την τελευταία εφεύρεση της φιλοσοφικής μαγειρικής τους».

Κατά τον ένατο αιώνα, όταν οι Άραβες Μουσουλμάνοι ήρθαν σ’ επαφή με την «ελληνική επιστήμη και φιλοσοφία» μέσω μεταφράσεων, άρχιζε να αναδύεται ένας νέος τύπος μουσουλμάνου αφοσιωμένου στο ιδεώδες που ονόμαζε Φαλσαφά: «όπως και οι Γάλλοι φιλόσοφοι του δέκατου όγδοου αιώνα, οι Φαϊλασούφ ήθελαν να ζουν ορθολογικά σε αρμονία με τους νόμους που πίστευαν ότι κυβερνούσαν τον κόσμο… Κατ’ αρχήν επικεντρώθηκαν στη φυσική επιστήμη, αργότερα όμως, αναπόφευκτα, στράφηκαν προς την ελληνική μεταφυσική και προσπάθησαν να εφαρμόσουν τις αρχές της στο Ισλάμ. Πίστευαν ότι ο Θεός των Ελλήνων φιλοσόφων ταυτιζόταν με τον Αλλάχ», (Κάρεν Άρμοστρογκ, Η Ιστορία του Θεού, Ο Θεός των Φιλοσόφων).

Οι Φαϊλασούφ, λοιπόν, «πίστευαν ότι ο ορθολογισμός εκπροσωπούσε την πιο προχωρημένη μορφή θρησκείας και είχε αναπτύξει μια υψηλότερη έννοια του Θεού από εκείνη του αποκαλυμμένου Θεού των γραφών».

Η «ελληνική παιδεία και φιλοσοφία», ο πολιτισμός και οι επιστήμες στην Αρχαία Αθήνα δεν μπορεί να ταυτίζεται, βέβαια, με τη κριτική που άσκησαν οι Σοφιστές, όσο ανατρεπτική και αν ήταν κάποιες φορές.

Γιατί, επίσης, αξιομνημόνευτο δείγμα πολιτισμού και ελληνικής παιδείας είναι και ο ορισμός του σκλάβου που δίνεται από τον Αριστοτέλη, που τον ορίζει σαν «έμψυχον όργανον», ζωντανό εργαλείο, δηλαδή. «Ο γάρ δούλος έμψυχον όργανον· το δ’ όργανον άψυχος δούλος», (Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια).

Στη Ρώμη στο ίδιο μήκος κύματος ο Βάρρωνας χώριζε τα σύνεργα σε τρεις κατηγορίες: στα λαλούμενα (genus vocale), όπου ανήκει ο σκλάβος, στα μισόλαλα (semivocale), όπου εντάσσονται τα ζωντανά και στα βουβά όπου πέφτουν τα εργαλεία.

Ο Ξενοφώντας πάλι ήταν πιο «μετριοπαθής», καθώς διαλαλούσε πως επιτρέπεται να σκλαβώνει κανείς τους εχθρούς, (να τους κάνει ανδράποδα) αλλά όχι τους ομοφύλους και πρότεινε στους «Πόρους» οι σκλάβοι που αγόραζε η Πολιτεία των Αθηνών να σημαδεύονται με τη σφραγίδα της για να ξεχωρίζουν σα δική της ιδιοκτησία. Κάποια «εργαλεία», βλέπετε, είχαν τη κακιά συνήθεια να το σκάνε και θα έπρεπε να διευκολύνονται στο έργο τους τα τάγματα των δραπετοκυνηγών που είχαν συσταθεί. Όσο για το Σόλωνα, αυτός γέμισε τα πρώτα πορνεία της δημοκρατικής Αθήνας με σκλάβες που αγόρασε το δημόσιο.

Παρ’ όλα αυτά, για να επιστρέψουμε στην Αληθινή Απολογία του Σωκράτη, «η δημοκρατία σας δεν στέκεται καλά στα πόδια της. Τα μακροτείχια της Αθήνας και του Περαία κοίτονται χάμω, ναν τα κλαις. Καράβια δεν έχετε. Συμμάχους να πλερώνουν χαράτσι να τρώτε, δεν έχετε. Μεταξύ σας μ’ όλους τους σκοτωμούς και τις εξορίες που κάνατε, κρύβονται πολλοί που νοσταλγούνε τον καλό καιρό της τυραννίας, γιατί χάνουν τώρα τα όσα κερδίζανε τότες, όπως και σεις προσπαθείτε να ξαναβγάλετε τώρα τα όσα χάσατε τότες.

[…] Ο κοσμάκης στέκεται στη μέση και πλερώνει τα σπασμένα. το ίδιο δυστυχεί και με τα παράνομα και με τα νόμιμα καθεστώτα και με την τυραννία και με τη λεφτεριά. Για να μην καταλαβαίνει και να μην αντιστέκεται του λέτε ψέματα και τον φοβερίζετε.

[…] Όταν ο Περικλής μας έλεγε, πως η δύναμη κ’ η καλοπέραση της πολιτείας είναι σωτηρία (καλοπέραση και δύναμη) των δυστυχισμένων, δεν ήθελα να παραδεχτώ πως κορόιδεβε. Τι εννοούσε λέγοντας πολιτεία; Όλους μας; Όχι βέβαια. Αν όλοι μας εφτυχούμε, δεν έχει κανένας ανάγκη να σωθεί. Εννοούσε καθαρά τους λίγους παραλήδες και πολιτικούς. μ’ ένα λόγο τους έξυπνους… Ο πρώτος, βλέπετε, πολιτικός και παραλής της Αθήνας ύψωνε χωρίς ντροπή μπροστά στα μάτια του φλομωμένου πλήθους την ατιμία των ολίγων σε χρέος, μεγαλείο και δόξα των πολλών, – της Πατρίδας!»

Ας πεταχτούμε όμως λίγο βιαστικά και ως τον Μεσαίωνα.

Συχνά υποστηρίζεται πως, εκείνη την εποχή, το πνεύμα της φιλοσοφίας δεν άντεχε πια να μένει περιορισμένο στα πλαίσια του θρησκευτικού δογματισμού, βάλθηκε, όπως παλιά να διεκδικήσει τη χειραφέτηση του και να θέτει, όλο και πιο φανερά, σε αμφισβήτηση την αυθεντία των θεολόγων.

Πράγματι οι φιλόσοφοι, του Διαφωτισμού, που στη πλειονότητά τους δεν απέρριπταν την ιδέα του Θεού, στρέφονταν ενάντια στα θρησκευτικά δόγματα.

Ο Βολταίρος ένα από τα μεγαλύτερα «φιλέρευνα πνεύματα», όμως, δεν ήταν και εκείνος που εξίσωνε τον αθεϊσμό με τις προλήψεις και το φανατισμό και τον αφόριζε ασυζητητί;

«Ο Αθεϊσμός είναι ένα τερατώδες κακό για εκείνους τους οποίους κυβερνά. κι επίσης για τους μορφωμένους ανθρώπους ακόμη και αν οι ζωές τους είναι αθώες, γιατί με τις μελέτες τους μπορούν να επηρεάσουν εκείνους που κατέχουν αξιώματα» (Francois Marie de Voltaire, Φιλοσοφικό Λεξικό, Δοκίμιο για τον Αθεϊσμό). Επίσης, ο Ρενέ Ντεκάρτ (1596-1650) υποστήριζε ότι από μόνη της η λογική μπορούσε να πείσει τους ανθρώπους να αποδεχτούν τις «αλήθειες» της θρησκείας και της ηθικής τις οποίες εκτιμούσε ως θεμέλιο του πολιτισμού.

Ο Ντεκάρτ, όπως είναι γνωστό, εκεί που καθόταν δίπλα σε μια ξυλόσομπα είχε την έμπνευση και πέταξε την τρομερή ατάκα: Cogito, ergo sum (σκέφτομαι, άρα υπάρχω). Ο θεός του Ντεκάρτ ήταν ο θεός των φιλοσόφων, ο οποίος δεν είχε καμία γνώση των γήινων πραγμάτων. Όμως ο Ντεκάρτ ήταν πολύ προσεκτικός, ώστε να αποφεύγει κάθε αντίθεση με τη διοίκηση της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Άλλωστε θεωρούσε τον εαυτό του ορθόδοξο χριστιανό…

Επιστήμη, θρησκεία και φιλοσοφία, δεσποτισμός και χειραγώγηση, αμφισβήτηση και εκσυγχρονισμός διαπλέκονταν ανά τους αιώνες. Χριστιανοί θεολόγοι να ρίχνονται με τα μούτρα στις νέες επιστήμες για ν’ αποδείξουν την αντικειμενική πραγματικότητα του θεού, και νέοι επιστήμονες να μπαίνουν στα παραδοσιακά χωράφια των πρώτων για να τα εκσυγχρονίσουν με νέες ιδέες ανοίγοντας το παράθυρο του ορθολογισμού για να φύγει η δυσοσμία των σάπιων δογμάτων.

Υπήρχαν, βέβαια, και εκείνοι που άρχισαν να υποστηρίζουν ανοικτά ότι και αν ακόμα ο θεός δεν ήταν νεκρός είναι χρέος των χειραφετημένων ανθρώπων να τον σκοτώσουν.

Συσπείρωση Αναρχικών

[Δημοσιεύτηκε στη ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ φ.19, Νοέμβριος 2003]